ΕΝΟΤΗΤΑ 1


ΤΟΥ ΓΙΟΦΥΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ


The bridge in Arta

Forty- five craftsmen and sixty students bridge they founded in Artas the river. All day they ware building it, the nights was shattered. The craftsmen are mourned and the students cry: <<Alas in our efforts, pity in our work, all day to built in the nights is ruined!>> A bird passed by and stood opposite the river, it didn’t sound like a bird nor a swallow, rather than it was singing and saying with a human voice <<If you don’t haunt a man bridge doesn’t sterilize and don’t sacrifice an orphan non foreign, non-passer despite the mastermakers beautiful wife which comes early in the morning and leaves late in the afternoon>>
The mastermaker heard it and fell into sorrow. He catches the buzzing if his bladder with the bird. Slowly dress up, slowly changed, slowly come the yam slowly to go and cross Arta the river. And the bird mistakenly went and said: quickly dress up, quickly change, rush to get to the yam, quickly to go and cross the river in Arta.
She seemed to come from the white walker. The mastermind saw her, his heart is broken, from far she greets them and she tells them when she gets  close:<< Hello cheerful craftsmen and you are the disciples, what has the mastermaker and is distressed?
- His ring fell on the first arch and who gets in and who gets out the ring to find?
- Craftsman, don’t be bitter and I go to fetch I go and I go out the ring to find>> Nor did she go down well, nor went in the middle. << Take my calf the chain pulls the chain all around the world, I returned and nothing I found>>. One goes with the trowel and the other with the lime. The mastermaker gets and throws a great stone.
Alas in our face, pity in our root! Three sibling are all and three scribbled, one built the Danube and the other the Afrati and I the last of  them, Arta the bridge. As the leaf of the walnut trembles trembling the bridge and as the leafs of the walnut fall the passers by fall.
-Daughter’s word changed and another curse gave who has a single brother doesn’t happen and passes>>
And this reason changed and another curse she gives. <<If the wild mountains tremble will the  bridge shake and if the wild birds fall the passing by will fall, because I have a brother in the foreign country ,in case it happens and he  passes by.>>
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΝΙΚΗΤΟΠΟΥΛΟΥ   Γ’2

Το Δίλημμα
Αύριο παντρεύεται η καλύτερη μου φίλη. Είμαι τόσο χαρούμενη που θα την δω να ξεκινάει την ζωή της ευτυχισμένη με τον άντρα που την αγαπάει.
Χθες είδα τυχαία κάτι πολύ περίεργο. Είπα στον εαυτό μου ότι αποκλείεται να είναι αυτός, διότι αύριο θα παντρευόταν την καλύτερη μου φίλη. Σκεφτόμουν όλη την ώρα  αυτό που είδα ώστε να αποφασίσω τι θα κάνω... Βρέθηκα μπλεγμένη σε ένα δίλημμα: να το πω στην φίλη μου και να της χαλάσω την μέρα του γάμου της ή να μην της πω τίποτα και να την αφήσω να  παντρευτεί κάποιον που θα την απατάει σε όλη της τη ζωή;
 Την επόμενη μέρα θα γινόταν ο γάμος και είχα πάρει την απόφαση μου για το τι θα κάνω. Της το κράτησα μυστικό και θα την άφηνα να το καταλάβει μόνη της. Έτσι και έγινε. Περίπου ένα  μήνα μετά η φίλη μου άρχισε να μου λέει περίεργα πράγματα σχετικά με αυτόν. Ήταν αρκετά διστακτική να πιστέψει τις ίδιες της τις υποψίες. Έδινε χρόνο για να βεβαιωθεί. Εγώ δεν μιλούσα. Δεν είχα το κουράγιο. Περίμενα.
Κάποιες μέρες αργότερα, ένα βράδυ που με είχαν καλέσει για φαγητό, αρχίσαμε να μιλάμε για διάφορα θέματα  και κάποια στιγμή ο άντρας της ήθελε να ανακοινώσει κάτι. Ήταν αυτό που περίμενα, παραδέχθηκε ότι την απατούσε με μια άλλη. Ήμουνα σε σύγχυση. Γιατί έκανε αυτή την κουβέντα μπροστά μου; Μόλις το άκουσε αυτό η φίλη μου άρχισε να κλαίει και να με ρωτάει αν ήξερα κάτι για αυτό. Το παραδέχτηκα ότι ήξερα για αυτό το θέμα και της είπα ότι το έκανα μόνο για έναν λόγο, για να μην την πληγώσω. Για να μη χαλάσω το γάμο της… Θύμωσε μαζί μου πολύ και με έδιωξε από το σπίτι.
  Έμαθα ότι χώρισαν. Ήμουν σαν χαμένη καταλαβαίνοντας το λάθος μου. Θα με συγχωρούσε άραγε ποτέ; Θα την ξανάβλεπα;
Πέρασαν μέρες μπορεί και μήνες ώσπου χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν εκείνη. Μου ζήτησε να πάω σπίτι της κι εκεί μου απεκάλυψε ότι ήταν έγκυος. Τη μέρα που ο άντρας της ομολόγησε το δεσμό του με μια άλλη γυναίκα, εκείνη, μόλις είχε μάθει για την εγκυμοσύνη της….Δεν του είχε πει τίποτε….Δεν ήξερε τι να κάνει….Ποιο ήταν το σωστό. Ήταν πολύ πληγωμένη.
Της ζήτησα συγγνώμη και της είπα πως θέλω να είμαι κοντά της. Δεν είναι εύκολο να παίρνεις αποφάσεις και μάλιστα να ξέρεις πάντα ποιο είναι το καλύτερο. Όμως εγώ θα ήμουν δίπλα της χωρίς άλλα ψέματα και μυστικά.
Γέννησε το μωρό της και ήμουν εκεί. Πόσο μεγάλη χαρά είχε! Πέρασε καιρός και αγάπησε κάποιον άλλο άντρα που την αγάπησε κι αυτός. Πιστεύω πως όταν παντρεύτηκαν και ,ναι, ήμουνα κουμπάρα, ήξεραν βαθιά μέσα τους ότι θα στήριζαν τη ζωή τους στην ειλικρινή αγάπη και τη φιλία.
Αλεξάνδρα Βασιλάκη

ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ
Ο Θείος μου είναι σαράντα πέντε  χρονών και έχει σοβαρό  πρόβλημα με την υγεία του. Καθημερινά τον προσέχουμε για να μην πάθει κάτι. Κάποια μέρα αισθάνθηκε καλύτερα, λέει θέλει να πάει μια βόλτα, του λέμε, δεν μπορείς γιατί είσαι βαριά άρρωστος.
Παρά τις αντιρρήσεις μας εκείνος πήγε.  Μετά από κάποιες ώρες ανησυχήσαμε, τον ψάξαμε, είχε πάθει κάτι και τον είχαν μεταφέρει στο νοσοκομείο. Οι γιατροί είπαν πως ξέφυγε τον κίνδυνο αλλά την επόμενη φορά δεν θα γλίτωνε. Έπρεπε να του αγοράσουμε πολύ ακριβά φάρμακα, τόσο ακριβά που δεν είχαμε τα χρήματα για να τα πάρουμε.
Εγώ όμως, επειδή νοιάζομαι για τον θείο μου σκέφτηκα να κάνω διάρρηξη αλλά το μετάνιωσα. Έπρεπε κάτι να κάνω αλλά δεν ήξερα τί. Ήμουνα ταραγμένος και σκεπτόμουνα πολλά. Η μόνη επιλογή ήταν να τα κλέψω. Από την μία δεν ήθελα γιατί ήξερα ότι δεν είναι καλό αλλά από την άλλη θα βοηθούσα τον θείο μου. Τελικά πήγα στο φαρμακείο και πήρα τα φάρμακα αλλά χωρίς να τα πληρώσω.. τα έκλεψα, τα πήρα, τα πήγα στον θείο μου, χάρηκε τόσο πολύ…. τα πήρε και βελτιώθηκε η υγεία του. Έτσι ζήσαμε στιγμές  αγαπημένοι και χαρούμενοι όπως παλιά..
Παναγιώτης Χόεγκελ

ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ
Κάποτε ζούσε ένας άντρας με την γυναίκα του σε ένα μικρό χωριό κοντά στην Τρίπολη. Λίγες μέρες μετά τον γάμο τους, ο άντρας έψαχνε δουλειά στο χωριό, αλλά μάταιος κόπος. Πέρασε ένα διάστημα και πληροφορήθηκε  ότι χτιζόταν στην Αγγλία κάποιο συγκρότημα κτιρίων και χρειάζονταν εργάτες. Του φάνηκε καλή ευκαιρία και ότι δεν πρέπει να την χάσει.
Με το που πήγε σπίτι, το συζήτησε με την γυναίκα του αλλά εκείνη ήταν πολύ αρνητική. Πώς θα ζούσε μόνη της τόσο καιρό; Θα χρειαζόταν πάνω από ένα  χρόνο να χτιστούν όλα αυτά. Προσπαθούσε να της αλλάξει γνώμη, αλλά αυτή  αμετάπειστη. Οπότε ο άντρας  είχε να διαλέξει ανάμεσα στην γυναίκα του ή στην ξενιτιά. Το σκέφτηκε πολύ, έμεινε νύχτες ξάγρυπνος αλλά άλλη λύση δεν έβλεπε. Πήρε την απόφαση  να φύγει, εξάλλου δεν το έκανε για τον εαυτό του αλλά για το μέλλον τους.
Πέρασαν οκτώ  χρόνια και ο άντρας ακόμα να φανεί.
Όμως, κάποτε ήρθε η ώρα που επέστρεψε στο χωριό όλο χαρά που θα  αντάμωνε ξανά τη γυναίκα του. Ανακάλυψε πως  τίποτα δεν ήταν ίδιο τελικά. Έφτασε στο σπίτι τους, το βρήκε εγκαταλελειμμένο από καιρό . Ρώτησε με λαχτάρα τους γείτονες πού είναι η γυναίκα του και του είπαν ποια γυναίκα σου; εννοείς την πρώην γυναίκα σου! Ο άντρας τα έχασε, γυρίζει το κεφάλι του και την βλέπει στο στενάκι που έβγαζε στο πάρκο με έναν άντρα, τους πλησιάζει την αγκαλιάζει και την ρωτάει:
 -Ο κύριος;
 - Ο  άντρας μου, του απαντά αυτή
 -και αυτά είναι τα παιδιά μας, συνεχίζει
-Μα γιατί το έκανες αυτό, για εμάς έφυγα τόσα χρόνια, για το μέλλον μας…...
-Διάλεξες και πήρες! λέει αυτή!   
                                                                                                                Σοφία Πλεσιώτη, Γ3


‘’  Το   Δίλημμα  ‘’
    Πριν κάποια χρόνια, σε μια μεγάλη πόλη της Αμερικής, ζούσε ένας επιχειρηματίας με ένα εργοστάσιο πλαστικών. Το εισόδημα του εργοστασίου σταδιακά άρχισε να μειώνεται και τα πράγματα δεν πήγαιναν όπως θα τα ήθελε.
  Όπως περίμενε στο σταθμό του μετρό για να πάει στην δουλειά του, ήρθε και έκατσε δίπλα του ένας άστεγος. Από εκεί που δεν το περίμενε, ο άστεγος άνοιξε το στόμα του και του είπε:
- ΄Αν θέλεις να πάει καλά η δουλειά σου θα πρέπει να απολύσεις το ¼  των υπαλλήλων σου.
Αυτό του είπε και εξαφανίστηκε.
Τα λόγια του άστεγου τον έβαλλαν σε σκέψεις. «Ποιος ήταν αυτός και από πού με ξέρει; Πρέπει να ακούσω αυτά που μου είπε;» Ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι του. Σκέφτηκε και ξανά σκέφτηκε ώσπου του ήρθε μια ιδέα.
   Όταν έφτασε στο γραφείο του, κάλεσε  αμέσως δύο συναδέλφους του επιχειρηματίες σε άλλο αντικείμενο. Παλιότερα είχαν συζητήσει μαζί ένα πρότζεκτ ανταλλαγής εργαζομένων ανάλογα με τις ανάγκες, μια διεπιχειρησιακή ανταλλαγή ανθρωπίνων πόρων, αν και όταν υπήρχε ανάγκη. Ήταν φιλόδοξος και πολύ πρωτοποριακός στόχος και είχε μείνει αδρανής. Ο εργοστασιάρχης το θεώρησε μεγάλη ευκαιρία γιατί δεν ήθελε να αφήσει στον δρόμο τόσους υπάλληλους που εργάζονταν τόσα χρόνια μαζί. Με το που κατάφερε να επικοινωνήσει μαζί τους, δεν έχασε ευκαιρία και τους πρότεινε να ενεργοποιήσουν  την ιδέα αυτή. Αυτοί άκουσαν το σκεπτικό του, διάβασαν με προσοχή τις συστατικές επιστολές που είχε γράψει για κάθε έναν από τους ανθρώπους που τους έστελνε, μελέτησαν σκεπτικοί τα οργανογράμματά τους. Ο επιχειρηματίας περίμενε με κομμένη την ανάσα ώσπου η απάντηση έφτασε και ήταν θετική.  Δέχτηκαν με χαρά την προσφορά που τους είχε γίνει και χωρίς καμία άλλη σκέψη έκλεισαν την συμφωνία. Όταν έφτασε η ώρα και το ανακοίνωσε στους υπαλλήλους του πολλοί στεναχωρήθηκαν με την απόφασή του αλλά εκτίμησαν την τιμιότητά του που δεν θα τους άφηνε έτσι αλλά τους είχε βρει ήδη δουλειά. Έτσι έφυγαν για τους νέους τους εργοδότες.
    Δέκα μήνες μετά, το εργοστάσιο  είχε ορθοποδήσει. Οι πωλήσεις είχαν αυξηθεί και όλα πήγαιναν όπως τα ήθελε. Ο εργοστασιάρχης ένιωθε χαρά και ανακούφιση μετά από αυτή την περιπέτεια. Κατάφερε να σώσει την επιχείρησή του αλλά και κανένας εργάτης δεν έμεινε στο δρόμο. Ο προφητικός λόγος του άστεγου εκείνου του είχε προτείνει τη λύση αλλά η δική του ιδέα και στάση είχε σώσει την κατάσταση.
Αθανασία Τσαούση

Το δίλημμα
Στην Κόρινθο ζει η Αννούλα, ένα κορίτσι που πάει έκτη δημοτικού. Έχει τους γονείς της ,τις φίλες της και τους συγγενείς της που την αγαπάνε και τους αγαπάει. Τίποτα δεν φαίνεται ικανό να την ταράξει και να την φέρει σε δύσκολη θέση.
Αλλά, εντελώς ξαφνικά, συνέβη κάτι απρόσμενο που έμοιαζε με δυνατό αέρα ,Βοριά, που πήρε την ηρεμία και την ασφάλεια….. Ο αγαπημένος της παππούς είχε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα και νοσηλεύεται σε σοβαρή κατάσταση. Ο παππούς και η γιαγιά της οι γονείς της μάνας της ζουν στην Κρήτη, στα Χανιά. Η γειτόνισσά τους, η κα Μαρίκα τους τηλεφώνησε να τους ειδοποιήσει. Η μητέρα της Αννούλας όταν το άκουσε ένιωσε να γκρεμίζεται ο κόσμος γύρω της και ο πατέρας της βιαστικά  αποφασίζει να μετακομίσουν το συντομότερο  για να βοηθήσουν την γιαγιά της , την Χρύσα , που μετά από το ατύχημα βρισκόταν σε σοκ. Η μητέρα έτρεξε να το πει στην κόρη της την Αννούλα.
            Θα χρειαζόταν να μείνουν στην Κρήτη δυο μήνες το λιγότερο, μπορεί και παραπάνω, «όσο χρειαστεί» της είπε η μητέρα της , αν η υγεία του παππού δεν καλυτέρευε. Η Αννούλα έπρεπε να διαλέξει αν θα τους ακολουθούσε και θα έφευγε για τα Χανιά , ή θα έμενε στην Κόρινθο στης θείας της της Βούλας. Έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στους φίλους της και την οικογένειά της!
Πιέστηκε να αποφασίσει γιατί αύριο οι γονείς της θα έφευγαν. Τον παππού της τον αγαπούσε πολύ και η καρδιά της είχε τρελή αγωνία για την υγεία του….Όμως το σχολείο της ,οι φίλες και οι φίλοι της; Όλος της ο κόσμος βρισκόταν στην Κόρινθο….
 Έτρεξε αμέσως και βρήκε την κολλητή της , την Ιωάννα. Της τα είπε όλα. Εκείνη την συμβούλεψε να πάει : θα χαιρόταν να την έβλεπε ο παππούς της. Θα μετάνιωνε αν έμενε μακριά του μια τόσο δύσκολη στιγμή…. Αυτές θα έμεναν πολύ καιρό χώρια , αλλά κάπως θα επικοινωνούσαν. Η αληθινή φιλία αντέχει , της είπε.
 Έτσι γύρισε γρήγορα στο σπίτι της και το είπε στους γονείς της. Θα τους ακολουθούσε. Ήθελε πολύ να δει τον παππού και την γιαγιά της. Μαζί με την μητέρα της έφτιαξε της βαλίτσες της και πήγαν όλοι για ύπνο. Την άλλη μέρα έφευγαν. Πήραν το αεροπλάνο και πήγαν στα Χανιά. Εκεί είδε τον παππού που είχε συνέλθει και την γιαγιά που την έσφιξε στην αγκαλιά της.
 Άλλαξε σχολείο και πήγε εκεί , για να είναι μαζί με τους γονείς της και τον παππού της που πλέον χρειαζόταν βοήθεια στις μετακινήσεις του , γιατί το ατύχημα τον είχε αφήσει σε καροτσάκι. Με την Ιωάννα μιλούσε κάθε μέρα, μα της έλειπε και σκεφτόταν να πει στους γονείς της να πάει για διακοπές στην Κόρινθο, να τους δει. Τους το είπε και αυτοί δέχτηκαν γιατί την κατάλαβαν. Πήγε για δύο ολόκληρους μήνες το καλοκαίρι  και πέρασε αξέχαστες διακοπές μαζί με την κολλητή της που είχε δίκιο ότι η αληθινή φιλία αντέχει γιατί η δική τους άντεξε!
Κωνσταντίνα Σταματίου

«ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ»
Δίπλα στη θάλασσα της Ύδρας ένας ψαράς, ο καπετάν Μιχάλης, έχει μια ταβέρνα και πουλάει τα ψάρια που πιάνει. Αντιμετωπίζει όμως ένα μεγάλο πρόβλημα. Κάθε φορά που μπαίνει στη βάρκα του και ανοίγει τις μηχανές, γεμάτος χαρά, πιάνει ένας δυνατός αέρας και η θάλασσα αγριεύει. Αντιθέτως όταν σβήνει τις μηχανές και βγαίνει από τη βάρκα, ο άνεμος σταματάει και η θάλασσα ηρεμεί.
Όλη αυτή η ιστορία έχει προβληματίσει και ταυτόχρονα στεναχωρήσει τον καπετάν Μιχάλη γιατί έχει να πιάσει ψάρια για τρεις μήνες και τα οικονομικά του δεν ήταν τόσο καλά. Ώσπου μια μέρα, εκεί που ο ψαράς κάθεται στη στεριά , εμφανίζεται ένα όμορφο, γαλάζιο δελφίνι. Κοίταξε το ψαρά και με ανθρώπινη φωνή του μίλησε και του είπε : « Για να σταματήσει να πιάνει αέρα και να παλεύεις με τα κύματα, θα πρέπει να θυσιάσεις έναν άνθρωπο και αυτός δε θα ‘ναι ούτε πελάτης σου, ούτε περαστικό. Θα ‘ναι η μονάκριβη αδερφή σου». Τ’ ακούει αυτό ο καπετάν Μιχάλης και δε μίλησε καθόλου παρά μονάχα ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι του.
Σκεφτικός απομακρύνθηκε από τη θάλασσα  και κάθισε σε ένα τραπεζάκι μέσα στην ταβέρνα. Ήταν τόσο στεναχωρημένος που εκείνο το βράδυ έμεινε ξύπνιος κοιτώντας μια φωτογραφία της αδερφής του, κλαίγοντας και αναστενάζοντας, χωρίς να ξέρει τι να κάνει.
Ύστερα από λίγες μέρες ο ψαράς κάλεσε την αδερφή του στην ταβέρνα. Η αδερφή του τον είδε που κάτι τον βασάνιζε και τον ρώτησε αν μπορεί να τον βοηθήσει . Αυτός σήκωσε το κεφάλι του ,  την κοίταξε με βουρκωμένα μάτια και της είπε μια λέξη : « Συγγνώμη» και ύστερα αποφασισμένος , την υπνώτισε και την έριξε στη θάλασσα.
Λένε πώς έγινε γοργόνα και τις νύχτες με φουρτούνα κλαίει, οι ναυτικοί ακούνε το κλάμα της και σταυροκοπιούνται με τρόμο γιατί κανείς δεν θέλει να βρεθεί στο δρόμο του η αδελφή του ψαρά, η γοργόνα που θυσιάστηκε για να γεμίζουνε τα δίχτυα ψάρια…. 
                                                                                                Αναστασία  Νικητοπούλου

                                                                                             

                                                                  

Το δίλημμα

Σε μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας, την Θεσσαλονίκη, ήταν ένας νεαρός, ο Μίλτος, όπου είχε τελειώσει το σχολείο, είχε πάρει το πτυχίο του και ήταν έτοιμος να βγει στη ζήτηση εργασίας. Ήταν καλό και φιλότιμο παιδί, όμορφο και ψηλό σαν μπασκετμπολίστας. Είχε μόνο τη μάνα του που ήταν συνταξιούχος δασκάλα.
  Έστειλε βιογραφικά παντού, αλλά ήταν πολύ πιο δύσκολο από ό τι φανταζόταν να βρει δουλειά, λόγω των συνθηκών όπου επικρατούσαν στην χώρα. Είχε πέσει σε κατάθλιψη... Οι μήνες περνούσαν και καμία θετική απάντηση δεν έφτανε. Η απογοήτευσή του δυνάμωνε κάθε μέρα. Σκεφτόταν το τι θα απογίνει, ότι δεν θα καταφέρει τελικά να βρει μια δουλειά με έναν αξιοπρεπή μισθό. Θύμωνε και αγωνιούσε, ένιωθε αδύναμος και δυστυχισμένος.
  Η μητέρα του βλέποντας την κατάσταση του γιού της,  παρόλο που την πονούσε πολύ η ιδέα να τον αποχωριστεί, του προτείνει να σκεφθεί και το εξωτερικό. Εκεί θα μπορούσε να βρει ευκολότερα δουλειά με καλύτερο μισθό. Εκεί υπάρχουν πολλές δουλειές και διάφορες ευκαιρίες. Ο νεαρός σκέφθηκε σοβαρά την πρόταση της μητέρας του. Δεν ήθελε να την αφήσει μόνη, προτιμούσε να ζει στην Ελλάδα με τον ήλιο και τη θάλασσά της παρά κάτω από τους γκρίζους ουρανούς της ξενιτιάς…   Έπρεπε να πάρει μια δύσκολη απόφαση. Να μείνει στην Ελλάδα ή να φύγει στο εξωτερικό και να είναι μακριά από την οικογένεια του, τους φίλους του, την πατρίδα του; 
          Ο νεαρός τελικά, κατάλαβε ότι η μάνα του ήταν ο αγγελιοφόρος της λύσης στο αδιέξοδο. Αφού εκείνη ήταν τόσο γενναία και του άνοιγε το δρόμο, εκείνος θα δείλιαζε; Μετακόμισε στο εξωτερικό μακριά της. Επέλεξε να απομακρυνθεί από το σπίτι του, για να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον.
                                                                                                                                                               
Αλιόνα Χούσα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου