ΕΝΟΤΗΤΑ 3



Πηνελόπη Δέλτα: ¨ΠΡΩΤΕΣ ΕΝΘΥΜΗΣΕΙΣ¨



Ο ΠΑΤΕΡΑΣ


Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που τον θεωρούσαν παλαιών αρχών όλοι εκτός από αυτούς που τον γνώριζαν προσωπικά. Ο κύριος αυτός που άκουγε στο όνομα Άγγελος ήταν παντρεμένος με δυο παιδιά, τον Γιάννη και την Νεφέλη.

Γενικά με τον  γιο του είχε καλές σχέσεις και του είχε εμπιστοσύνη. Όσο για την κόρη του, ήταν υπερβολικά προστατευτικός. Τι και αν προσπαθούσε η γυναίκα του να τον πείσει να μην της φέρεται με αυτόν τον τρόπο, τι κι αν τον παρακαλούσε, αυτός δεν άλλαζε γνώμη και στο τέλος μάλωναν.

Ήταν Δεκέμβρης και πλησίαζαν τα γενέθλια της Νεφέλης. Είχε κάνει ολόκληρα σχέδια για το πάρτι που ετοίμαζε. Φοβόταν όμως την αντίδραση του πατέρα της σαν μάθαινε ότι ήθελε να καλέσει στο σπίτι και αγόρια. Μια μέρα λοιπόν, μετά το σχολείο, πέρασε από το σπίτι της φίλης της που της είχε ζητήσει να της  δώσει το δώρο της. Θα πήγαινε κάπου με τους γονείς της οπότε δεν θα ήταν στο πάρτι της Νεφέλης. Ξεχάστηκαν τα δυο κορίτσια με τα δικά τους και η Νεφέλη καθυστέρησε. Δεν σκέφτηκε ότι οι γονείς της θα πέθαιναν από την αγωνία τους. Ο κύριος Άγγελος είχε ορκιστεί  πως θα την κλείδωνε στο δωμάτιό της μέχρι να ενηλικιωθεί και δεν τον ένοιαζε το σχολείο.

Όταν γύρισε η Νεφέλη, όλο το τετράγωνο άκουσε τις φωνές του πατέρα της και τους λυγμούς που έβγαιναν από το στόμα της. Την επόμενη μέρα δεν την άφησε να πάει σχολείο. Μπορεί ο κύριος Άγγελος να μην την κλείδωσε στο δωμάτιό της αλλά για τρεις ολόκληρες μέρες δεν την άφησε να βγει από το σπίτι. Η Νεφέλη ούτε μιλούσε ούτε έτρωγε. Η κυρία Μαρία, η μητέρα της, έβλεπε την κόρη της σε αυτά τα χάλια και έτρεχε στο μπάνιο να ξεσπάσει σε κλάματα. Ο Γιάννης άρχισε να αισθάνεται άσχημα που στην αρχή αδιαφόρησε και αποφάσισε να μιλήσει στον πατέρα του. Ο κύριος Άγγελος όμως ήταν ανένδοτος και κατέληξε να μαλώσει και με τον γιο του. 

Μέρα με την μέρα η οικογένειά του απομακρυνόταν από αυτόν και από την στιγμή που το παρατήρησε δε σταμάτησε να σκέφτεται τι έκανε λάθος. Από την πολλή σκέψη και την κούραση από τη δουλειά, αποκοιμήθηκε στον καναπέ. Ύστερα από κανένα μισάωρο, σηκώθηκε απότομα, λουσμένος στον ιδρώτα. Είχε δει όνειρο. Την κόρη του να παντρεύεται από τα 16 της, την γυναίκα μέσα στην κατάθλιψη και το  γιο του εξαφανισμένο. Είδε με τρόμο  πως ο ίδιος ήταν ικανοποιημένος με αυτά που έβλεπε.

Έτρεξε αμέσως στο δωμάτιο της Νεφέλης και την βρήκε να κάθεται αγκαλιά με την μάνα της και ο αδελφός της, όρθιος,  να μην ξέρει πώς να τις παρηγορήσει. Ζήτησε και στους τρεις συγγνώμη και απολογήθηκε πως κατάλαβε το λάθος του. Από τότε άφησε την κόρη του να κάνει ότι χαιρόταν η καρδιά της. Σε λογικά πλαίσια πάντα. 
Έτσι έζησαν ευτυχισμένοι και δεν άφησαν κανένα πρόβλημα να μπει ανάμεσα τους!!!                                                                                             
                                                                                  
                                                                              Σοφία Νικητοπούλου Γ3






Ο πατέρας


Η Δέσποινα είναι 27 ετών. Έχει σπουδάσει γιατρός και πρόσφατα έχει κάνει ένα ταξίδι στην Αφρική με τους γιατρούς χωρίς σύνορα. Σε αυτό το ταξίδι συμμετείχαν γιατροί και μαθητευόμενοι από όλο τον κόσμο, μαζί και ο Αμπντούλ που ζει στο Ντουμπάι.

Η Δέσποινα και ο Αμπντούλ ανέπτυξαν μια φιλία από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν. Καθώς πέρναγε ο καιρός άρχισαν να αναπτύσσουν άλλα συναισθήματα ο ένας για τον άλλο. Ένιωθαν αγάπη και εκτίμηση ο ένας για τον άλλο με αποτέλεσμα να γίνουν ζευγάρι.

Πέρασαν εννέα μήνες και η Δέσποινα γύρισε στην Ελλάδα να δει τους γονείς της. Είχε μιλήσει στην μητέρα της για τον σύντροφό της. Η μητέρα της ήταν διστακτική και φοβόταν για την αντίδραση του πατέρα της όμως τους κάλεσε για φαγητό να γνωριστούν. Την ημέρα του δείπνου όλα ήταν έτοιμα, ο πατέρας της Δέσποινας καθόταν στην πολυθρόνα μπροστά από το τζάκι και η μαμά της ήταν στην κουζίνα και ετοίμαζε το γεύμα. Ώσπου χτύπησε το κουδούνι…

Ο πατέρας της Δέσποινας μόλις άνοιξε την πόρτα αντίκρισε την κόρη του μαζί με έναν ψηλό άντρα με γαλανά μάτια και σκούρα επιδερμίδα. Στην αρχή δίστασε να του δώσει το χέρι του αλλά τελικά τον υποδέχθηκε και κάθισαν στο τραπέζι. Κατά την διάρκεια του δείπνου ο πατέρας της ήταν σιωπηλός με αποτέλεσμα να υπάρχει αμηχανία στην ατμόσφαιρα.

Όταν τελείωσε το δείπνο, η Δέσποινα μίλησε με τον πατέρα της. Τον ρώτησε πως του φάνηκε ο Αμπντούλ. Της απάντησε κάπως μουδιασμένος ότι του φάνηκε καλός άνθρωπος αλλά η καταγωγή του τον προβλημάτιζε. Της εξήγησε ότι στο  Ντουμπάι οι γυναίκες έχουν πολύ περιορισμένη θέση. Επίσης της διευκρίνισε ότι εκεί δεν θα μπορούσε να αξιοποιήσει το επάγγελμά της σαν γιατρός. Η Δέσποινα με απογοήτευση στο πρόσωπο αφού είχε καταλάβει τα λόγια του πατέρα της κατευθύνθηκε στο δωμάτιό της. Όλα αυτά τα λόγια την έβαλαν σε σκέψεις. Τον αγαπούσε αλλά δεν ήθελε να χάσει τα δικαιώματά της αν μετακόμιζε στο Ντουμπάι.

 Πέρασαν αρκετοί μήνες, και το ζευγάρι έβρισκε χρόνο να είναι μαζί. Βέβαια η Δέσποινα είχε τους φόβους της και την κρατούσε πολλά βράδια ξύπνια το δίλημμά της. Μέχρι που μια μέρα, κάτι σπουδαίο συνέβη. Και στους δύο δόθηκε η ευκαιρία να εργαστούν σε ένα Νοσοκομείο στη Γερμανία. Ο Αμπτούλ δεν είχε αντίρρηση αν και γνώριζε ότι η οικογένειά του θα διαφωνούσε. Είχε πάρει την απόφασή του ότι η Δέσποινα είχε γι αυτόν προτεραιότητα. Πέταξαν από χαρά γιατί θα μπορούσαν να ζήσουν μαζί. Η Δέσποινα το ανακοίνωσε στους γονείς της. Ο πατέρας της διαφωνούσε και πάλι….Η θρησκεία του….οι συνήθειές του….Πώς θα ένωναν δυο κόσμους αντίθετους…  Μπορεί ο πατέρας της να μην ήταν και τόσο χαρούμενος με την επιλογή της αλλά τουλάχιστον δεν θα έφευγε στο Ντουμπάι.

Οι δυο ερωτευμένοι το είδαν σαν την ευκαιρία που τους έδινε η ζωή να σμίξουν και διάλεξαν να μη σταθούν στους φόβους των δικών τους. Είχαν δικαίωμα να διαλέξουν οι ίδιοι το πού και με ποιον θα ζήσουν. Έτσι λοιπόν μετακόμισαν στη Γερμανία.

Τέσσερα χρόνια μετά η Δέσποινα παντρεύτηκε τον Αμπντούλ με θρησκευτικό γάμο στην Ελλάδα αφού εκείνος βαπτίστηκε Χριστιανός! Ένα χρόνο μετά απέκτησαν το πρώτο τους παιδί. Οι γονείς του, τους επισκέπτονταν συνεχώς. Έζησαν ευτυχισμένοι και έκαναν καριέρα ως γιατροί στην Γερμανία!         

                                                                                      Αθανασία Τσαούση, Γ2







«Ο πατέρας»


Σε μια μεγάλη περιοχή της Αθήνας, σε ένα αρχοντικό σπίτι με μεγάλο κήπο και ανθισμένα λουλούδια, ζει μια τετραμελής ευκατάστατη οικογένεια. Ο κύριος Μάρκος, ο πατέρας , είναι διευθυντής σε μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες χαρτιού. Η μητέρα εργάζεται ως δασκάλα σε ένα σχολείο της πρωτεύουσας. Έχουν δύο κόρες , τη Λυδία η οποία πηγαίνει Τρίτη γυμνασίου και τη Μυρτώ που βρίσκεται στην έκτη δημοτικού.

Η Μυρτώ είναι πολύ καλή μαθήτρια, λατρεύει τα μαθηματικά και στον ελεύθερο της χρόνο αγαπά πολύ να ζωγραφίζει σκηνές από την ιστορία, τοπία της φύσης κ.α. Στην τάξη της εδώ και ένα μήνα έχει έρθει από την Αίγυπτο μια καινούρια μαθήτρια, η Μάρια. Προέρχεται από μια φτωχή οικογένεια.

Η Μυρτώ όταν αντίκρισε τη Μάρια για πρώτη φορά αδιαφόρησε. Ύστερα από μια εβδομάδα, έβλεπε πως η Μάρια έμενε συνεχώς μόνη της στα διαλείμματα και την πλησίασε. Στάθηκε απέναντι της και της συστήθηκε. Η Μάρια άρχισε να αισθάνεται πως δεν απειλείται και άρχισαν να κάνουν παρέα.

Μια χειμωνιάτικη Κυριακή του Δεκεμβρίου ,η Μυρτώ κάλεσε τη φίλη της στο σπίτι της για να περάσουν μαζί τη μέρα. Ο πατέρας της Μάριας, χάρηκε που στο σχολείο τα παιδιά την κάνουν να αισθάνεται όμορφα και δεν την αποξενώνουν. Οι γονείς της Μυρτώς θα την έβλεπαν πρώτη φορά.

Ο πατέρας της Μάριας τη συνόδευσε ως την πόρτα.  Χτύπησαν το κουδούνι. Ο κύριος Μάρκος χαμογελαστός άνοιξε την πόρτα. Μόλις τους είδε σταμάτησε να γελά και τους κοιτούσε. Η Μυρτώ κατέβηκε δύο, δύο τα σκαλιά της σκάλας και έφτασε στην πόρτα. «Μάρια» της φώναξε «Πέρασε!». Ο κύριος Μάρκος χαιρέτησε ψυχρά τον πατέρα της και έριξε μια αυστηρή ματιά στο κορίτσι.

Η ώρα πέρασε, ο πατέρας της Μάριας ήρθε να την πάρει. Τα κοριτσάκια αγκαλιάστηκαν και ύστερα έφυγε. Η Μυρτώ κατευθυνόταν προς τη σκάλα. Ο κύριος Μάρκος της λέει με δυνατή φωνή: « Μυρτώ έλα γρήγορα». « Ορίστε μπαμπά» λέει η Μυρτώ και κάθισε στον καναπέ. Ο πατέρας πηγαινοερχόταν μέχρι που στάθηκε απέναντι της και της είπε «Αυτό το κορίτσι δεν είναι σαν εμάς, θα σταματήσεις να την κάνεις παρέα και δεν θα την ξανακαλέσεις στο σπίτι μας», «Μα…» λέει η Μυρτώ «Δε θέλω κουβέντα», την σταμάτησε ο πατέρας της και την έστειλε στο δωμάτιό της. Η Μυρτώ κλείστηκε στο δωμάτιο της και έκλαιγε για ώρες. Η μητέρα τής χτύπησε την πόρτα, την άφησε να περάσει. Κάθισε δίπλα της σκούπισε τα δάκρυα της και την πήρε αγκαλιά «Μην στεναχωριέσαι» της λέει «θα το ξανασκεφτεί ο μπαμπάς και θα καταλάβει ότι είχε λάθος συμπεριφορά». Μ’ αυτά της τα λόγια, η Μυρτώ ησύχασε .

Το επόμενο Σάββατο, ο κύριος Μάρκος θα έλλειπε για επαγγελματικό ταξίδι. Θα ταξίδευε με το πλοίο για Κρήτη. Έτσι η Μυρτώ σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί αυτή του την απουσία και να καλέσει τη Μάρια στο σπίτι της. Όταν  πατέρας ξεκίνησε για το λιμάνι, λίγα λεπτά αργότερα έφτασε σπίτι το κοριτσάκι. Στο μεταξύ στο λιμάνι υπήρχε μια αναστάτωση από την καθυστέρηση του πλοίου. Στη διάρκεια της αναμονής, ξαφνικά άρχισε να βρέχει και ξεκινάει ένας δυνατός αέρας! Όλοι ήξεραν πως θα ήταν μάλλον αδύνατο να ταξιδέψουν με τέτοια καιρικά φαινόμενα. Ήρθε ανακοίνωση πως ακυρώνεται το δρομολόγιο… Ο κύριος Μάρκος μπήκε στο αυτοκίνητο του και κατευθυνόταν προς το σπίτι.

Τα κορίτσια , στο μεταξύ,  έπαιζαν ανέμελα, ζωγράφιζαν, συζητούσαν και η μητέρα τους έφτιαχνε ένα φυσικό χυμό. Ξαφνικά ακούγεται το κλειδί στην πόρτα. Η Μυρτώ κοίταξε τη μητέρα της. Όταν μπήκε μέσα ο πατέρας της στάθηκε στην πόρτα την κοίταξε, σκούπισε τα πόδια του στο πατάκι της εισόδου και έκλεισε την πόρτα με δύναμη. Δεν έκανε φασαρία όσο ήταν το κοριτσάκι εκεί αλλά όταν έφυγε, είπε αυστηρά  στη Μυρτώ «Τι σου είχα πει; Γιατί παράκουσες τα λόγια μου; Πήγαινε στο δωμάτιο σου και δε θα βγεις από εκεί μέχρι αύριο!»

Την επόμενη μέρα, η μητέρα της μίλησε στον άντρα της: « Μάρκο», του λέει « το ότι η Μυρτώ κάνει παρέα ένα κοριτσάκι το οποίο είναι από άλλη χώρα και φτωχό θα έπρεπε να σε κάνει ευτυχισμένο και όχι να της φωνάζεις γι’ αυτή της την πράξη». Μίλησαν για αρκετή ώρα. Ο πατέρας τελικά έσκυψε το κεφάλι, έδειχνε να έχει μετανιώσει. «Είναι πολύ σημαντικό που η κόρη μας κάνει φίλες χωρίς να κρίνει την καταγωγή , το χρώμα και τη θρησκεία». «Έχεις δίκιο» είπε ο κύριος Μάρκος.

Ο πατέρας έκατσε δίπλα στο τζάκι και κρατούσε την εφημερίδα του. Δεν τη διάβαζε όμως. Τον τριγύριζαν σκέψεις. Σκέφτηκε πως κι εκείνος ξεκίνησε φτωχός όμως οι συμμαθητές του δεν τον απομόνωναν. «Μυρτώ έλα κάτω σε παρακαλώ» της φώναξε. Η Μυρτώ κατέβηκε και ο πατέρας συνέχισε « Συγνώμη Μυρτώ μου για τη λάθος συμπεριφορά μου.  Είναι πολύ σπουδαίο αυτό που κάνεις». Η Μυρτώ ήταν κατάπληκτη , δεν περίμενε πως ο πατέρας της θα της ζητούσε συγγνώμη. «Το Σάββατο μπορείς να φέρεις τη φίλη σου να παίξετε», συμπλήρωσε και την πήρε αγκαλιά!

                                  
                                                                           Αναστασία Νικητοπούλου Γ΄2

                                 


 Οικογένεια


Μια τετραμελής, ευκατάστατη οικογένεια η οποία ζούσε στο Παρίσι χωρίς προβλήματα και εντάσεις αποφάσισε ύστερα από πολλή σκέψη να μετακομίσει στην Ελλάδα. Όλοι οι συγγενείς ζούσαν εκεί και ο πατέρας υπέκυψε στη νοσταλγία για την πατρίδα και επέλεξε να μεταφέρει εκεί την εταιρεία του με τα υφάσματα.

Την ημέρα που ήταν έτοιμοι να μετακομίσουν, συνέβη κάτι αναπάντεχο και καθοριστικό: η μικρότερη κόρη τους η Ξένια βρήκε ένα μωρό το οποίο το είχαν εγκαταλείψει οι γονείς του έξω από την πόρτα τους. Η μικρή τράβηξε το καλαθάκι μέσα στο σπίτι και έτρεξε να το πει στα αδέρφια της και στους γονείς της. Σκέφτηκαν αμέσως πως πρέπει να πάνε το μωρό στην αστυνομία και να βρουν τους γονείς του. Ήταν ένα τρισχαριτωμένο κοριτσάκι με ολοκάτσαρα κατάμαυρα μαλλιά και δέρμα…ένα μαυράκι! Το αγάπησαν αμέσως και αποφάσισαν να το κρατήσουν! Η υιοθεσία του μωρού χρειάστηκε χρόνο και τα σχέδια της οικογένειας άλλαξαν, δεν έφυγαν για την Ελλάδα τελικά, έμειναν να συνεχίσουν την ζωή τους στη Γαλλία και να το μεγαλώσουν σαν να είναι δικό τους.

Μεγαλώνοντας η μικρή Λυδία, έτσι την είχαν ονομάσει, άρχιζε να καταλαβαίνει και ρωτούσε συνέχεια γιατί είναι διαφορετική από την υπόλοιπη οικογένεια. Δεν είναι εύκολο να πεις σε ένα παιδί ότι είναι υιοθετημένο, ότι οι γονείς του το άφησαν στην πόρτα ενός σπιτιού….Η μητέρα της που την είχε αγαπήσει όπως αγαπούσε και τα βιολογικά της παιδιά, έφτιαξε ένα παραμύθι να της εξηγεί την κατάσταση. Ο πατέρας όμως, ο κύριος Φρεντερίκο, είχε αρχίσει να κουράζεται με τις δυσκολίες και τις ανατροπές που είχε φέρει στη ζωή του τούτο το παιδί. Είχε αρχίσει μάλιστα να τον πειράζει που είχε ένα παιδί με διαφορετικό χρώμα. Έκανε σκέψεις να διώξει τη Λυδία "να το δώσουν σε ορφανοτροφείο". Η γυναίκα του αρνήθηκε και του έδωσε να καταλάβει ότι αυτό το παιδί ήταν κομμάτι της οικογένειας κι αυτό δεν άλλαζε με τίποτα!!

Συμβιβάστηκε ο πατέρας, αλλά η μικρή Λυδία ρωτούσε για τους φυσικούς της γονείς και για την οικογένεια της. Ο πατέρας άρχιζε να την ξεχωρίζει από τα άλλα του παιδιά, την υποτιμούσε και την έκανε να αισθάνεται άσχημα. Αυτό το αντιλήφθηκε η Ξένια η κόρη του που αγαπούσε την Λυδία πιο πολύ απ όλα της τα αδέρφια και αποφάσισε να συζητήσει μαζί του. Δεν ήταν εύκολο να αλλάξει τον πατέρα της. Του μίλησε για την αγάπη της γι αυτόν και την ενότητα που είναι η δύναμη της οικογένειας. Του είπε τολμηρά ότι διασπά την ενότητα με τη στάση του. Εκείνος καμάρωσε την ωριμότητα της κόρης του και χωρίς να υποσχεθεί τίποτα,γιατί ήταν εγωιστής, άρχισε να αλλάζει…

Από εκείνη την κουβέντα, ο πατέρας έγινε καλύτερος άνθρωπος και η οικογένεια έμεινε χαρούμενη και ευτυχισμένη με το παιδί που είχαν υιοθετήσει και το αγάπησαν όπως και τα άλλα τους παιδιά, ίσως και παραπάνω γιατί συμβόλιζε πια την ενότητα που είναι η δύναμη της οικογένειας.

                                                                        Βασιλική Οικονομοπούλου Γ'2

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου